Δείτε επίσης: lockup
ενεστώτας lock up
γ΄ ενικό ενεστώτα locks up
αόριστος locked up
παθητική μετοχή locked up
ενεργητική μετοχή locking up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lock up < → δείτε τις λέξεις lock και up

lock up (en)

  • μπλοκάρω, βάζω χρήματα σε μια επένδυση που δεν μπορώ εύκολα να μετατρέψω σε μετρητά
    Our capital is locked up in real estate.
    Τα κεφάλαιά μας είναι μπλοκαρισμένα σ' ακίνητα.
     συνώνυμα: tie up