Δείτε επίσης: lock up

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lockup (en)

  • (αργκό) η φυλακή, μικρή φυλακή όπου κρατούνται για μικρό χρονικό διάστημα οι κρατούμενοι
    ⮡  He was released from lockup.
    Απολύθηκε από τη φυλακή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη jail

Άλλες γραφές

επεξεργασία