λυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λυμένος | η | λυμένη | το | λυμένο |
γενική | του | λυμένου | της | λυμένης | του | λυμένου |
αιτιατική | τον | λυμένο | τη | λυμένη | το | λυμένο |
κλητική | λυμένε | λυμένη | λυμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λυμένοι | οι | λυμένες | τα | λυμένα |
γενική | των | λυμένων | των | λυμένων | των | λυμένων |
αιτιατική | τους | λυμένους | τις | λυμένες | τα | λυμένα |
κλητική | λυμένοι | λυμένες | λυμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐μέ‐νος
- ⓘ
Μετοχή
επεξεργασίαλυμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λύνω & λύω: που έχει λυθεί
- ⮡ ένα λυμένο σχοινί
- ⮡ ένα λυμένο πρόβλημα
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λυτός
Αντώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δεμένος
Σύνθετα
επεξεργασία
με το λυμένος |
με το αρχαίο λελυμένος |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λυμένος
|