↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεροπαραλυμένος η γεροπαραλυμένη το γεροπαραλυμένο
      γενική του γεροπαραλυμένου της γεροπαραλυμένης του γεροπαραλυμένου
    αιτιατική τον γεροπαραλυμένο τη γεροπαραλυμένη το γεροπαραλυμένο
     κλητική γεροπαραλυμένε γεροπαραλυμένη γεροπαραλυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεροπαραλυμένοι οι γεροπαραλυμένες τα γεροπαραλυμένα
      γενική των γεροπαραλυμένων των γεροπαραλυμένων των γεροπαραλυμένων
    αιτιατική τους γεροπαραλυμένους τις γεροπαραλυμένες τα γεροπαραλυμένα
     κλητική γεροπαραλυμένοι γεροπαραλυμένες γεροπαραλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεροπαραλυμένος < γερο- + παραλυμένος

γεροπαραλυμένος, -η, -ο (μειωτικό) ο έκφυλος γέρος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία