έκφυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έκφυλος | η | έκφυλη | το | έκφυλο |
γενική | του | έκφυλου | της | έκφυλης | του | έκφυλου |
αιτιατική | τον | έκφυλο | την | έκφυλη | το | έκφυλο |
κλητική | έκφυλε | έκφυλη | έκφυλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έκφυλοι | οι | έκφυλες | τα | έκφυλα |
γενική | των | έκφυλων | των | έκφυλων | των | έκφυλων |
αιτιατική | τους | έκφυλους | τις | έκφυλες | τα | έκφυλα |
κλητική | έκφυλοι | έκφυλες | έκφυλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- έκφυλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκφυλος (αφύσικος) < ἐκ + φῦλον, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dégénéré.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε έκ- + φύλ(ο) + -ος. [2]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈek.fi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έκ‐φυ‐λος
Επίθετο
επεξεργασία
έκφυλος, -η, -ο
- ακόλαστος, διεφθαρμένος
- ※ Τότε, την ώρα που στέγνωναν επάνω τους τα ιδρωμένα ρούχα, άρχιζε να διηγείται αλλιώς, χωρίς λιβάνι, με λέξεις για τη σάρκα του κόσμου, για μελαγχολικούς σουλτάνους, έκφυλους ιερωμένους, αυτάρεσκες χορεύτριες, φορτωμένες κρίκους στα πόδια κι άλλες ομορφιές των σεραγιών, που καμάρωναν το είδωλό τους σε στέρνες κάτω από κυπαρίσσια και ροδοδάφνες. (Ισίδωρος Ζουργός, Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο, εκδ. Πατάκης, 2016)
Παράγωγα
επεξεργασία- έκφυλα (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ έκφυλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.