Δείτε επίσης: ἔμφυλος, εμφύλιος, ἐμφύλιος, έκφυλος, ἔκφυλος, διαφυλικός, διεμφυλικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμφυλος η έμφυλη το έμφυλο
      γενική του έμφυλου της έμφυλης του έμφυλου
    αιτιατική τον έμφυλο την έμφυλη το έμφυλο
     κλητική έμφυλε έμφυλη έμφυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμφυλοι οι έμφυλες τα έμφυλα
      γενική των έμφυλων των έμφυλων των έμφυλων
    αιτιατική τους έμφυλους τις έμφυλες τα έμφυλα
     κλητική έμφυλοι έμφυλες έμφυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

έμφυλος < εμ- (< εν) + φύλο + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

έμφυλος, -η, -ο

  • (νεολογισμός) που έχει σχέση με το φύλο ή αναφέρεται σ’ αυτό
    • Σε μια κοινωνία σε κρίση, ο σεβασμός στο πρόσωπο χάνεται και στη θέση του μπαίνουν οι έμφυλες κατηγοριοποιήσεις που αμφισβητούν και ισοπεδώνουν την ιδιαίτερη υπόσταση του κάθε ανθρώπου. (*)
    • Φοβάμαι ότι ο Βάρναλης εξοβελίζεται επειδή δεν ταιριάζει με την έμφυλη ανάγνωση της κ. Ρεπούση, η οποία θέλει οπωσδήποτε τα γεγονότα να ξεκινούν επειδή μία γυναίκα δίδαξε την ιστορία κατά διαφορετικό τρόπο (ίσως και σε παραλληλισμό με την επίθεση που δέχτηκε η ίδια). (*)
    • Αφορά ένα θέμα που με απασχολεί, τα πολύπαθα επαγγελματικά θηλυκά και τα μουστάκια που πολλοί στον δημοσιογραφικό χώρο θέλουν να βάλουν, με το ζόρι, στους έμφυλους τύπους, ίσως επειδή θεωρούν ότι οι “ερμαφρόδιτοι” τύποι, όπως “η δικαστής” και “η βουλευτής” είναι οι μόνοι που προσδίδουν κύρος, ενώ αν πούμε “η βουλευτίνα” (ή “η βουλεύτρια”) θα ρεζιλευτεί ο θεσμός. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία