διεμφυλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διεμφυλικός < δι- + έμφυλος + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transgender)
Επίθετο
επεξεργασίαδιεμφυλικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) για άτομο με ταυτότητα φύλου διαφορετική από το βιολογικό φύλο του, για άτομο που αισθάνεται ότι το βιολογικό (ανατομικό) του φύλο δεν βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το φύλο που το ίδιο βιώνει
- ※ Νομοσχέδιο που επιτρέπει, επιτέλους, στους πολίτες να αυτοπροσδιορίζονται, όπως οι ίδιοι θέλουν, ως προς το φύλο τους και όχι σύμφωνα με ότι έχει καταγραφεί κατά τη γέννηση τους στο ληξιαρχείο, φέρει το υπουργείο Δικαιοσύνης προς ψήφιση στη Βουλή, τακτοποιώντας ένα θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αφορά στα λεγόμενα διεμφυλικά άτομα (εκείνα δηλαδή που προσδιορίζουν το φύλο τους διαφορετικά από ότι έχει αποτυπωθεί στη ληξιαρχική πράξη της γέννησης τους) (Ανοίγει ο δρόμος για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, 03.05.2017, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ [1])
- ※ διεμφυλικός αστυνομικός ζητά οικονομική στήριξη για την εγχείρηση επανακαθορισμού του φύλου του (Ελληνας αστυνομικός θέλει να κάνει αλλαγή φύλου - Η ιστορία του 29 Ιουνίου 2021, εφημ. ΤΑ ΝΕΑ [2])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιεμφυλικός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία διεμφυλικός