Ετυμολογία

επεξεργασία
τρανς < (άμεσο δάνειο) αγγλική trans < περικοπή του transsexual ή του transgender

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρανς αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

τρανς άκλιτο

Μεταφράσεις

επεξεργασία