τρανσέξουαλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρανσέξουαλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική transsexual < trans- + sexual
Ουσιαστικό
τρανσέξουαλ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- (νεολογισμός) άτομο που δεν ταυτίζεται ή δεν είναι ικανοποιημένο με το φύλο του και επιθυμεί να μεταβεί μόνιμα σε άλλο φύλο (εξωτερικά ή εσωτερικά / λειτουργικά)
Άλλες μορφές
Συνώνυμα
Υπερώνυμα
Συγγενικά
Δείτε επίσης
- ΛΟΑΤ στη Βικιπαίδεια
- αμφισεξουαλικός
- αμφιφυλόφιλος
- ασεξουαλικός
- ετεροφυλόφιλος
- λεσβία
- ομοφυλόφιλος
- (μειωτικό) τραβέλι
Επίθετο
τρανσέξουαλ άκλιτο
Μεταφράσεις
τρανσέξουαλ