Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

τρανσέξουαλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική transsexual < trans- + sexual

  Ουσιαστικό

τρανσέξουαλ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Άλλες μορφές

Συνώνυμα

Υπερώνυμα

Συγγενικά

Δείτε επίσης

  Επίθετο

τρανσέξουαλ άκλιτο

  Μεταφράσεις