αμφισεξουαλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμφισεξουαλικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: amphisexual < αρχαία ελληνική ἀμφί + λατινική sexualis (< sexus < πρωτοϊταλική *seksus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séksus < *sek-: κόβω)
Επίθετο
επεξεργασίααμφισεξουαλικός
- που εμφανίζει σεξουαλικές συμπεριφορές και προτιμήσεις που χαρακτηρίζουν και τα δύο φύλα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμφισεξουαλικός
|