sexus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sexus < πρωτοϊταλική *seksus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séksus < *sek- (κόβω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsexus (la)
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sexus | sexūs |
γενική | sexūs | sexuum |
δοτική | sexuī | sexibus |
αιτιατική | sexum | sexūs |
κλητική | sexus | sexūs |
αφαιρετική | sexū | sexibus |
Πηγές
επεξεργασία- sexus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.