Ετυμολογία

ομοφυλόφιλος < ομοφυλοφιλ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < ομόφυλος + -φιλία > -φιλος

  Προφορά

ΔΦΑ : /o.mo.fiˈlo.fi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μο‐φυ‐λό‐φι‐λος

  Επίθετο

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοφυλόφιλος η ομοφυλόφιλη το ομοφυλόφιλο
      γενική του ομοφυλόφιλου της ομοφυλόφιλης του ομοφυλόφιλου
    αιτιατική τον ομοφυλόφιλο την ομοφυλόφιλη το ομοφυλόφιλο
     κλητική ομοφυλόφιλε ομοφυλόφιλη ομοφυλόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοφυλόφιλοι οι ομοφυλόφιλες τα ομοφυλόφιλα
      γενική των ομοφυλόφιλων των ομοφυλόφιλων των ομοφυλόφιλων
    αιτιατική τους ομοφυλόφιλους τις ομοφυλόφιλες τα ομοφυλόφιλα
     κλητική ομοφυλόφιλοι ομοφυλόφιλες ομοφυλόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ομοφυλόφιλος, -η, -ο

  1. που αισθάνεται ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου
    ένας ομοφυλόφιλος άνδρας
  2. που αναφέρεται στην ρομαντική ή/και σεξουλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου
    η ομοφυλόφιλη επιθυμία

  Ουσιαστικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομοφυλόφιλος οι ομοφυλόφιλοι
      γενική του ομοφυλόφιλου των ομοφυλόφιλων
    αιτιατική τον ομοφυλόφιλο τους ομοφυλόφιλους
     κλητική ομοφυλόφιλε ομοφυλόφιλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ομοφυλόφιλος αρσενικό

Συγγενικά

Συνώνυμα

προσβλητικά:

  Μεταφράσεις