ομοφυλόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ομοφυλόφιλος < ομοφυλοφιλ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < ομόφυλος + -φιλία > -φιλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.mo.fiˈlo.fi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μο‐φυ‐λό‐φι‐λος
Επίθετο
ομοφυλόφιλος, -η, -ο
- που αισθάνεται ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου
- ένας ομοφυλόφιλος άνδρας
- που αναφέρεται στην ρομαντική ή/και σεξουλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου
- η ομοφυλόφιλη επιθυμία
Ουσιαστικό
ομοφυλόφιλος αρσενικό
- άτομο που αισθάνεται ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άλλο του ίδιου φύλου
Συγγενικά
Συνώνυμα
προσβλητικά:
Μεταφράσεις
ομοφυλόφιλος
|