ομοφυλοφιλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοφυλοφιλία < ομόφυλος + -ο- + -φιλία (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Homophilie[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Homosexualität[2] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική homosexualité[2] η μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική homosexuality[2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.mo.fi.lo.fiˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μο‐φυ‐λο‐φι‐λί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομοφυλοφιλία θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ομοφυλόφιλος
- ομοφυλοφιλικός
- → δείτε τις λέξεις ομόφυλος, ομού και φίλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομοφυλοφιλία
- ↑ ομοφυλοφιλία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 ομοφυλοφιλία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)