Δείτε επίσης: ὁμοφυλία, ομοφυλοφιλία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοφυλία οι ομοφυλίες
      γενική της ομοφυλίας των ομοφυλιών
    αιτιατική την ομοφυλία τις ομοφυλίες
     κλητική ομοφυλία ομοφυλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομοφυλία < ελληνιστική κοινή ὁμοφυλία[1] [2] < αρχαία ελληνική ὁμόφυλος < ὁμοῦ + φίλος ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Homophylie[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική homophyly[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική homophilie[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομοφυλία θηλυκό

  1. ομάδα ή σύνολο από συγγενικές φυλές ή φύλα
  2. (καταχρηστικά)[1] ομοφυλοφιλία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 ομοφυλίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ομοφυλία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας