ετεροφυλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ετεροφυλία < ετερόφυλος + -ία < ελληνιστική κοινή ἑτερόφυλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ετεροφυλία θηλυκό
- το να είναι κάποιος ετερόφυλος, …
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ετεροφυλία
|