πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) homoseksualista homoseksualiści
γενική (dopełniacz) homoseksualisty homoseksualistów
δοτική (celownik) homoseksualiście homoseksualistom
αιτιατική (biernik) homoseksualistę homoseksualistów
οργανική (narzędnik) homoseksualistą homoseksualistami
τοπική (miejscownik) homoseksualiście homoseksualistach
κλητική (wołacz) homoseksualisto homoseksualiści

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

homoseksualista (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία