Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -φιλος η -φιλη το -φιλο
      γενική του -φιλου της -φιλης του -φιλου
    αιτιατική τον -φιλο τη(ν) -φιλη το -φιλο
     κλητική -φιλε -φιλη -φιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -φιλοι οι -φιλες τα -φιλα
      γενική των -φιλων των -φιλων των -φιλων
    αιτιατική τους -φιλους τις -φιλες τα -φιλα
     κλητική -φιλοι -φιλες -φιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-φιλος < αρχαία ελληνική -φιλος < φίλος
για σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία -philo (π.χ. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική , την αγγλική -phile ή -philic)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -φι‐λος

  Επίθημα επεξεργασία

-φιλος, -η, -ο (επίθημα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων)

  1. που αγαπάει ή έχει φιλική διάθεση προς ό,τι δηλώνει το ασυνθετικό
    αρχαιόφιλος, Θεόφιλος, ζωόφιλος
     συνώνυμα: -λάτρης
  2. (ειδικότερα) που υποστηρίζει τον λαό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
    αγγλόφιλος, δυτικόφιλος
  3. (βοτανική) για φυτό που ευδοκιμεί όπως ή όπου δηλώνει το πρώτο συνθετικό
    υδρόφιλος
     αντώνυμα: -χαρής[1]
  4. που προτιμά ό,τι δηλώνει το πρώτο συνθετικό (με αντίθετο το -φοβος και θηλυκό ουσιαστικό σε -φιλία)
     αντώνυμα: -φοβος
  5. (ιατρική) που βρίσκεται σε παθολογική κατάσταση ή έχει εξάρτηση με ό,τι δηλώνει το πρώτο συνθετικό (όπως στο θηλυκό ουσιαστικό σε -φιλία)
    αιμόφιλος, παιδόφιλος

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -φιλοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-φιλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -φιλος

  Επίθημα επεξεργασία

-φιλος

  1. που αγαπάει ή έχει φιλική διάθεση προς ό,τι δηλώνει το ασυνθετικό
    ἀνθρωπόφιλος, καλλόφιλος
  2. που γι' αυτόν αισθάνεται φιλικά ό,τι δηλώνεται στο α' συνθετικό
    κοσμόφιλος (που τον αγαπά όλος ο κόσμος)
  3. που είναι φίλος, με τα χαρακτηριστικά του πρώτου συνθετικού
    ἀπόφιλος (ανάξιος φίλος)

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-φιλος < φίλος

  Επίθημα επεξεργασία

-φιλος

  1. που αγαπάει ή έχει φιλική διάθεση προς ό,τι δηλώνει το ασυνθετικό
    χρυσόφιλος, παιδόφιλος
  2. που γι' αυτόν αισθάνεται φιλικά ό,τι δηλώνεται στο α' συνθετικό
    διΐφιλος (που τον αγαπά ο Δίας)

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία