αιμόφιλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αιμόφιλος, -η, -ο
- Κατηγορία βακτηριδίων
- αιμόφιλος της ινφλουέντζας
- αιμόφιλος της γρίπης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιμόφιλος
Δείτε επίσης : αιμοφιλία, αιμοφιλικός |
αιμόφιλος, -η, -ο