↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγλόφιλος η αγγλόφιλη το αγγλόφιλο
      γενική του αγγλόφιλου της αγγλόφιλης του αγγλόφιλου
    αιτιατική τον αγγλόφιλο την αγγλόφιλη το αγγλόφιλο
     κλητική αγγλόφιλε αγγλόφιλη αγγλόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγλόφιλοι οι αγγλόφιλες τα αγγλόφιλα
      γενική των αγγλόφιλων των αγγλόφιλων των αγγλόφιλων
    αιτιατική τους αγγλόφιλους τις αγγλόφιλες τα αγγλόφιλα
     κλητική αγγλόφιλοι αγγλόφιλες αγγλόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγλόφιλος < (λόγιο δάνειο) γαλλική anglophile < anglo- (Άγγλος) αγγλό- + -φιλος (φίλος) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋˈɡlo.fi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γλό‐φι‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

αγγλόφιλος, -η, -ο

  • που είναι φίλος της Αγγλίας, που υποστηρίζει πολιτικά τις αγγλικές θέσεις ή έχει μεγάλη εκτίμηση για οτιδήποτε αγγλικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία