Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

anglophile (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
anglophile anglophiles

  Ουσιαστικό επεξεργασία

anglophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό