λούγκρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λούγκρα | οι | λούγκρες |
γενική | της | λούγκρας | των | (λουγκρών) |
αιτιατική | τη | λούγκρα | τις | λούγκρες |
κλητική | λούγκρα | λούγκρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λούγκρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλούγκρα θηλυκό
- (αργκό) ο ομοφυλόφιλος
- ※ θέλησα να χρησιμοποιήσω μια μεταφορά, αντί για τα τετριμμένα συκιά, ντιντής, φινιστρίνι, λουλού, λούγκρα, αδερφάρα, πισωγλέντης, κουνίστρω, οπισθόβουλος, οπισθογεμής και λοιπά, θέλησα να τον χαρακτηρίσω με μια εικόνα που υπέθεσα θα περνούσε κάτω απ' το ραντάρ της πολιτικής ορθότητας και τον χαρακτήρισα «φούστα - πούτσα» (Δημήτρης Νόλλας, Οι απέθαντοι, Μια αληθινή ιστορία που έγινε πραγματική, 2023)
- (παρωχημένο) το γουρούνι
- ※ Είχαμε βρει μια γωνιά - πού δέ μᾶς ἔβλεπαν ἀπ' τό δρόμο κι ἐκεῖ τά κάναμε . Μετά οἱ κότες κι ἡ λούγκρα – τό γουρούνι , δηλαδή - τά καθαρίζανε (Ευγενία Φακίνου, Αστραδενή, εκδ. Κέδρος, 1982, σελ. 24)
- ※ Λούγκρα, ἡ: ἡ ὗς καὶ Λουγκρί, τό: ὁ χοῖρος καὶ ἡ ὗς (Σύγγραμμα περιοδικών, Τόμος 8, κεφάλαιο Συμαϊκή διάλεκτος, Γλωσσάριον, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, Κωνσταντινούπολη, 1874, σελ. 473)
- (παρωχημένο) η πεταλούδα του μεταξοσκώληκα
- ※ Λούνα, λούγκρα, λούφα: ἡ ἀδηφάγος σής, ἡ πεταλούδα τῶν σηροσκωλήκων (Εμμανουήλ Μανωλακάκης, Nichtlateinische Schriftzeichen, 1896, σελ. 200 [1])
- (αργκό) πολύ κακιά στα καλιαρντά
Μεταφράσεις
επεξεργασία λούγκρα
|