αδερφάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αδερφάρα | οι | αδερφάρες |
γενική | της | αδερφάρας | — | |
αιτιατική | την | αδερφάρα | τις | αδερφάρες |
κλητική | αδερφάρα | αδερφάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αδερφάρα < αδερφ(ή) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααδερφάρα θηλυκό
- (υβριστικό) ομοφυλόφιλος
- ※ θέλησα να χρησιμοποιήσω μια μεταφορά, αντί για τα τετριμμένα συκιά, ντιντής, φινιστρίνι, λουλού, λούγκρα, αδερφάρα, πισωγλέντης, κουνίστρω, οπισθόβουλος, οπισθογεμής και λοιπά, θέλησα να τον χαρακτηρίσω με μια εικόνα που υπέθεσα θα περνούσε κάτω απ' το ραντάρ της πολιτικής ορθότητας και τον χαρακτήρισα «φούστα - πούτσα» (Δημήτρης Νόλλας, Οι απέθαντοι, Μια αληθινή ιστορία που έγινε πραγματική, 2023)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αδελφάρα (ως λόγιο)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδερφάρα
|