Δείτε επίσης: ἀδερφή, αδελφή, ἀδελφή

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
αδερφή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀδερφή < ἀδερφ(ός) + [1] < αρχαία ελληνική ἀδελφός. Δείτε και αδελφή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ðeɾˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δερ‐φή
τονικό παρώνυμο: αδέρφι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδερφή οι αδερφές
αδερφάδες
      γενική της αδερφής των αδερφών
αδερφάδων
    αιτιατική την αδερφή τις αδερφές
αδερφάδες
     κλητική αδερφή αδερφές
αδερφάδες
Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, λαϊκότροποι.
Κατηγορία όπως «αδερφή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αδερφή θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδερφή οι αδερφές
      γενική της αδερφής των αδερφών
    αιτιατική την αδερφή τις αδερφές
     κλητική αδερφή αδερφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αδερφή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
αδερφή: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αδερφή θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία