Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀδερφός οἱ ἀδερφοί
      γενική τοῦ ἀδερφοῦ τῶν ἀδερφῶν
      δοτική τῷ ἀδερφ τοῖς ἀδερφοῖς
    αιτιατική τὸν ἀδερφόν τοὺς ἀδερφούς
     κλητική ! ἀδερφέ ἀδερφοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδερφώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀδερφοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ἀδερφός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀδελφός με τροπή [l > r] πριν από σύμφωνο [1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ἀδερφός αρσενικό

  ΑναφορέςΕπεξεργασία