ἀδερφός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀδερφός | οἱ | ἀδερφοί |
γενική | τοῦ | ἀδερφοῦ | τῶν | ἀδερφῶν |
δοτική | τῷ | ἀδερφῷ | τοῖς | ἀδερφοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀδερφόν | τοὺς | ἀδερφούς |
κλητική ὦ! | ἀδερφέ | ἀδερφοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδερφώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀδερφοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἀδερφός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀδελφός με τροπή [l > r] πριν από σύμφωνο [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἀδερφός αρσενικό
- άλλη μορφή του ἀδελφός: o αδερφός
Επεξεργασία
- ↑ αδελφός, αδερφός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.