Δείτε επίσης: Συκιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συκιά οι συκιές
      γενική της συκιάς των συκιών
    αιτιατική τη συκιά τις συκιές
     κλητική συκιά συκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια συκιά με μερικούς καρπούς.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συκιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική συκ(ῆ), συνηρημένος τύπος του συκέα + -ιά[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐κιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συκιά θηλυκό

  1. (δέντρο) Ficus carica δέντρο που κατάγεται από την νοτιοδυτική Ασία και την ανατολική μεσογειακή περιοχή· έχει πλατιά τρίλοβα ή πεντάλοβα φύλλα και πρασινοκόκκινους εδώδιμους καρπούς (σύκα)
  2. (χυδαίο, μειωτικό) ο ομοφυλόφιλος
    ※  θέλησα να χρησιμοποιήσω μια μεταφορά, αντί για τα τετριμμένα συκιά, ντιντής, φινιστρίνι, λουλού, λούγκρα, αδερφάρα, πισωγλέντης, κουνίστρω, οπισθόβουλος, οπισθογεμής και λοιπά, θέλησα να τον χαρακτηρίσω με μια εικόνα που υπέθεσα θα περνούσε κάτω απ' το ραντάρ της πολιτικής ορθότητας και τον χαρακτήρισα «φούστα - πούτσα» (Δημήτρης Νόλλας, Οι απέθαντοι, Μια αληθινή ιστορία που έγινε πραγματική, 2023)

Συγγενικά

επεξεργασία

Η συκαμινιά σχετίζεται παρετυμολογικά.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία