Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συκαμινιά οι συκαμινιές
      γενική της συκαμινιάς των συκαμινιών
    αιτιατική τη συκαμινιά τις συκαμινιές
     κλητική συκαμινιά συκαμινιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συκαμινιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή συκαμινέα με συνίζηση στην κατάληξη: -ιά < αρχαία ελληνική συκάμινος (θηλυκό)[1] Δε σχετίζεται με το σύκο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ka.miˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐κα‐μι‐νιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συκαμινιά θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία