σκαμιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκαμιά | οι | σκαμιές |
γενική | της | σκαμιάς | των | σκαμιών |
αιτιατική | τη | σκαμιά | τις | σκαμιές |
κλητική | σκαμιά | σκαμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκαμιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκαμιά θηλυκό
- άλλη μορφή του συκαμιά → δείτε τη λέξη συκαμινιά (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκαμιά
|