Δείτε επίσης: Σκαμνιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skaˈmɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐μνιά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκαμνιά οι σκαμνιές
      γενική της σκαμνιάς των σκαμνιών
    αιτιατική τη σκαμνιά τις σκαμνιές
     κλητική σκαμνιά σκαμνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σκαμνιά < συκαμινιά με ... λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαμνιά θηλυκό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

σκαμνιά: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σκαμνιά ουδέτερο