συκαμνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συκαμνιά | οι | συκαμνιές |
γενική | της | συκαμνιάς | των | συκαμνιών |
αιτιατική | τη | συκαμνιά | τις | συκαμνιές |
κλητική | συκαμνιά | συκαμνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.kaˈmɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐κα‐μιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
συκαμνιά θηλυκό
- άλλη μορφή του συκαμινιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
συκαμνιά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συκαμινιά, συκαμνιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «συκαμινιά κ. συκαμιά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)