παρετυμολογικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παρετυμολογικά < παρετυμολογικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασία
παρετυμολογικά
- με τρόπο που εκφράζει λανθασμένη ετυμολογία μιας λέξης
- ※ η λέξη «πολυθρόνα» συνδέθηκε παρετυμολογικά με τις λέξεις «πολύς» και «θρόνος»
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παρετυμολογία και ετυμολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρετυμολογικά
|