οπισθογεμής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οπισθογεμής | η | οπισθογεμής | το | οπισθογεμές |
γενική | του | οπισθογεμούς* | της | οπισθογεμούς | του | οπισθογεμούς |
αιτιατική | τον | οπισθογεμή | την | οπισθογεμή | το | οπισθογεμές |
κλητική | οπισθογεμή(ς) | οπισθογεμής | οπισθογεμές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οπισθογεμείς | οι | οπισθογεμείς | τα | οπισθογεμή |
γενική | των | οπισθογεμών | των | οπισθογεμών | των | οπισθογεμών |
αιτιατική | τους | οπισθογεμείς | τις | οπισθογεμείς | τα | οπισθογεμή |
κλητική | οπισθογεμείς | οπισθογεμείς | οπισθογεμή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οπισθογεμής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαοπισθογεμής -ής -ές
- για πυροβόλο όπλο που γεμίζει με πυρομαχικά με κάποιο μηχανισμό που βρίσκεται πίσω από την κάννη του
- (ουσιαστικοποιημένο), (μεταφορικά) ο ομοφυλόφιλος
- ※ θέλησα να χρησιμοποιήσω μια μεταφορά, αντί για τα τετριμμένα συκιά, ντιντής, φινιστρίνι, λουλού, λούγκρα, αδερφάρα, πισωγλέντης, κουνίστρω, οπισθόβουλος, οπισθογεμής και λοιπά, θέλησα να τον χαρακτηρίσω με μια εικόνα που υπέθεσα θα περνούσε κάτω απ' το ραντάρ της πολιτικής ορθότητας και τον χαρακτήρισα «φούστα - πούτσα» (Δημήτρης Νόλλας, Οι απέθαντοι, Μια αληθινή ιστορία που έγινε πραγματική, 2023)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οπισθογεμής
|