εμπροσθογεμής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εμπροσθογεμής | η | εμπροσθογεμής | το | εμπροσθογεμές |
γενική | του | εμπροσθογεμούς* | της | εμπροσθογεμούς | του | εμπροσθογεμούς |
αιτιατική | τον | εμπροσθογεμή | την | εμπροσθογεμή | το | εμπροσθογεμές |
κλητική | εμπροσθογεμή(ς) | εμπροσθογεμής | εμπροσθογεμές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εμπροσθογεμείς | οι | εμπροσθογεμείς | τα | εμπροσθογεμή |
γενική | των | εμπροσθογεμών | των | εμπροσθογεμών | των | εμπροσθογεμών |
αιτιατική | τους | εμπροσθογεμείς | τις | εμπροσθογεμείς | τα | εμπροσθογεμή |
κλητική | εμπροσθογεμείς | εμπροσθογεμείς | εμπροσθογεμή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμπροσθογεμής < ἐμπροσθογεμές στην καθαρεύουσα < ἔμπροσθεν + γέμω < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Vorderlader
Επίθετο
επεξεργασίαεμπροσθογεμής,ής, ές
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμπροσθογεμής