Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γκέι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Προβολή κώδικα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
γκέι
< (
άμεσο δάνειο
)
αγγλική
gay
Ουσιαστικό
γκέι
αρσενικό
άκλιτο
o
ομοφυλόφιλος
άνδρας
(σπανίως και για
λεσβία
)
Μεταφράσεις
γκέι
αγγλικά
:
gay
(en)
κινεζικά
:
同志
(zh)
(
tóngzhì
),
基佬
(zh)
(
jīlǎo
),
男同
(zh)
(
nán tóng
)