λεσβία
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεσβία | οι | λεσβίες |
γενική | της | λεσβίας | των | λεσβιών |
αιτιατική | τη | λεσβία | τις | λεσβίες |
κλητική | λεσβία | λεσβίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- λεσβία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Λεσβία (κάτοικος της Λέσβου) και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική Lesbienne, με βάση το αρχαιοελληνικό ρήμα λεσβιάζω (έλκομαι σεξουαλικά από γυναίκες ως γυναίκα)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /leˈzvi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐σβί‐α
- ομόηχο: Λεσβία
- τονικό παρώνυμο: Λέσβια
Ουσιαστικό
λεσβία θηλυκό
- η γυναίκα που ελκύεται σεξουαλικά από άτομα του ίδιου της φύλου
Συνώνυμα
- αργκό:
Συγγενικά
Μεταφράσεις
λεσβία
|
Αναφορές
- ↑ λεσβία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας