Δείτε επίσης: Λεσβία, Λέσβια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεσβία οι λεσβίες
      γενική της λεσβίας των λεσβιών
    αιτιατική τη λεσβία τις λεσβίες
     κλητική λεσβία λεσβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

λεσβία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Λεσβία (κάτοικος της Λέσβου) και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική Lesbienne, με βάση το αρχαιοελληνικό ρήμα λεσβιάζω (έλκομαι σεξουαλικά από γυναίκες ως γυναίκα)[1]

  Προφορά

ΔΦΑ : /leˈzvi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐σβί‐α
ομόηχο: Λεσβία
τονικό παρώνυμο: Λέσβια

  Ουσιαστικό

λεσβία θηλυκό

  • η γυναίκα που ελκύεται σεξουαλικά από άτομα του ίδιου της φύλου

Συνώνυμα

αργκό:

Συγγενικά

  Μεταφράσεις

  Αναφορές