σβόγκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σβόγκα | οι | σβόγκες |
γενική | της | σβόγκας | — | |
αιτιατική | τη | σβόγκα | τις | σβόγκες |
κλητική | σβόγκα | σβόγκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σβόγκα < περικοπή του λεσβόγκα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈzvo.ga/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σβό‐γκα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σβόγκα θηλυκό