τζιβιτζιλού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζιβιτζιλού < → λείπει η ετυμολογία + -ού
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /d͡zi.vi.d͡ziˈlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζι‐βι‐τζι‐λού
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζιβιτζιλού θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τζιβιτζιλίκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζιβιτζιλού
→ δείτε τη λέξη λεσβία |
Πηγές επεξεργασία
- τζιβιτζιλού - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)