τζιβιτζιλίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζιβιτζιλίκι | τα | τζιβιτζιλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τζιβιτζιλίκι | τα | τζιβιτζιλίκια |
κλητική | τζιβιτζιλίκι | τζιβιτζιλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τζιβιτζιλίκι < (;) + -ιλίκι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tzi.vi.tziˈli.ci/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζιβιτζιλίκι ουδέτερο
- (αργκό) μπιχλιμπίδι
- (αργκό) το ερωτικό παιχνίδι λεσβιών, η ερωτοτροπία, το μπαλαμούτιασμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τζιβιτζιλίκι
|