Δείτε επίσης: Lesbo
      ενικός         πληθυντικός  
lesbo lesbos

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lesbo < lesb(ian) + -o

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlɛzbəʊ/
ΔΦΑ : /ˈlɛzboʊ/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lesbo (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
lesbo < περικοπή του lesbolainen (λεσβία)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lesbo/ [ˈle̞s̠bo̞]
τυπογραφικός συλλαβισμός: les‐bo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lesbo (fi)