lesbo
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lesbo | lesbos |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlesbo (en)
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- lesbo < περικοπή του lesbolainen (λεσβία)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lesbo/ [ˈle̞s̠bo̞]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : les‐bo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlesbo (fi)