πούστης
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πούστης | οι | πούστηδες |
γενική | του | πούστη | των | πούστηδων |
αιτιατική | τον | πούστη | τους | πούστηδες |
κλητική | πούστη | πούστηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpu.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πού‐στης
Ουσιαστικό
πούστης αρσενικό
- (υβριστικό, μειωτικά) ο ομοφυλόφιλος
- (υβριστικό, μεταφορικά) που δρα με ύπουλο τρόπο, ανέντιμος
- (αργκό) (σε ένδειξη θαυμασμού) για κάποιον που κατάφερε κάτι αξιοθαύμαστο
- πως τα κατάφερε πάλι ο πούστης και με τουμπάρισε!
- (όταν ακολουθεί το 'μου' ) ως έκφραση οργής ή ενόχλησης
- πάλι απέτυχα στις εξετάσεις ρε πούστη μου
Εκφράσεις
- του πούστη: δηλώνει ευκολία ή ότι κάτι είναι προφανές
- πω ρε πούστη μου: για κάτι ανεπιθύμητο
Συγγενικά
- παλιόπουστας
- πουστάρα
- πουσταρέλι, πουσταρδέλι
- πουσταριό
- πουστιά
- πούστικος
- πούστρα
- πουστράκι
- πουστρόνι
Συνώνυμα
- ομοφυλόφιλος
- αδερφή, αδερφούλα
- αρσενοκοίτης
- γυναικωτός
- συκιά
- σοδομίτης (με κεφαλαίο είναι δημώνυμο)
- διαπρωκτικός
- ντιγκιντάνγκας, ντιντής
- πουστρόνι, πουσταρδέλι
- λούκρα, λούγκρα, λουκρητία
- καταπύγων
- κίναιδος
- πισωγλέντης
- τοιούτος
- τσαχπινοκωλοσφυρίχτρας, κωλοσφυρίχτρας, σφυριχτάρι
- τσαχπινογαργαλιάρης
- τσιγκολελέτα