Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πούστης οι πούστηδες
      γενική του πούστη των πούστηδων
    αιτιατική τον πούστη τους πούστηδες
     κλητική πούστη πούστηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

πούστης < (άμεσο δάνειο) τουρκική puşt < περσική پشت (pošt, πίσω, πισινός)

  Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpu.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πού‐στης

  Ουσιαστικό

πούστης αρσενικό

  1. (υβριστικό, μειωτικά) ο ομοφυλόφιλος
  2. (υβριστικό, μεταφορικά) που δρα με ύπουλο τρόπο, ανέντιμος
  3. (αργκό) (σε ένδειξη θαυμασμού) για κάποιον που κατάφερε κάτι αξιοθαύμαστο
    πως τα κατάφερε πάλι ο πούστης και με τουμπάρισε!
  4. (όταν ακολουθεί το 'μου' ) ως έκφραση οργής ή ενόχλησης
    πάλι απέτυχα στις εξετάσεις ρε πούστη μου

Εκφράσεις

  • του πούστη: δηλώνει ευκολία ή ότι κάτι είναι προφανές
  • πω ρε πούστη μου: για κάτι ανεπιθύμητο

Συγγενικά

Συνώνυμα

  Μεταφράσεις