τοιούτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοιούτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τοιοῦτος (τέτοιος) (τοιαύτη θηλυκό, τοιοῦτο ουδέτερο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tiˈu.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τοι‐ού‐τος
Επίθετο επεξεργασία
τοιούτος (αρσενικό), τοιαύτη (θηλυκό, τοιούτο (ουδέτερο) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο τοιοῦτος)
- τέτοιος (μόνο σε παγιωμένες εκφράσεις από τα αρχαία ελληνικά ή την καθαρεύουσα
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τοιούτος | οι | τοιούτοι |
γενική | του | τοιούτου | των | τοιούτων |
αιτιατική | τον | τοιούτο | τους | τοιούτους |
κλητική | τοιούτε | τοιούτοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
τοιούτος
- (μειωτικό) ο ομοφυλόφιλος άντρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοιούτος
→ δείτε τη λέξη τέτοιος |
Πηγές επεξεργασία
- τοιούτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τοιούτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)