• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σοδομίτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοδομίτης οι σοδομίτες
      γενική του σοδομίτη των σοδομιτών
    αιτιατική τον σοδομίτη τους σοδομίτες
     κλητική σοδομίτη σοδομίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σοδομίτης < Σόδομα

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /so.ðoˈmi.tis/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σοδομίτης αρσενικό

  1. αυτός που επιδίδεται στη σοδομία
    • (γενικότερα) ο ομοφυλόφιλος
  2. (σπάνιο) Σοδομίτης, κάτοικος των Σοδόμων

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη  σοδομία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σοδομίτης
  • αγγλικά : sodomite (en)
  • γαλλικά : sodomite (fr)
  • ισπανικά : sodomita (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σοδομίτης&oldid=7111575"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:45

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:45. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας