sodomite
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sodomite < εκκλησιαστική λατινική sodomita
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sodomite | sodomites |
sodomite (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
sodomite | sodomites |
sodomite (fr) αρσενικό