↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πούστικος η πούστικη το πούστικο
      γενική του πούστικου της πούστικης του πούστικου
    αιτιατική τον πούστικο την πούστικη το πούστικο
     κλητική πούστικε πούστικη πούστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πούστικοι οι πούστικες τα πούστικα
      γενική των πούστικων των πούστικων των πούστικων
    αιτιατική τους πούστικους τις πούστικες τα πούστικα
     κλητική πούστικοι πούστικες πούστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πούστικος < πούστης + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

πούστικος

  1. (προφορικό) που έχει σχέση με πούστη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (προφορικό, μεταφορικά) ανήθικος, ανέντιμος
  3. (προφορικό, μεταφορικά) που μας προξενεί δυσκολίες ή ταλαιπωρία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία