ομοερωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοερωτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homoerotic < αρχαία ελληνική ὁμο- (< ὁμός) + ἐρωτικός (< ἔρως)
Επίθετο επεξεργασία
ομοερωτικός, -ή, -ό
- ομοφυλοφιλικός
- «Λάνη τάφος», «Μέσα στα καπηλειά», «Να μείνει». Τρία από τα Αναγνωρισμένα ποιήματα του Καβάφη, στα οποία, ρητή ή υπαινικτικότερη, η ομοερωτική επιθυμία είναι αντιληπτή. (*)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομοερωτικός αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοερωτικός
|