Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πούστρα οι πούστρες
      γενική της πούστρας
    αιτιατική την πούστρα τις πούστρες
     κλητική πούστρα πούστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πούστρα < πούστης + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πούστρα θηλυκό

  1. (χυδαίο) μεγεθυντικό του πούστης
  2. (χυδαίο, περιφρονητικά) ομοφυλόφιλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία