πουσταρδέλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πουσταρδέλι | τα | πουσταρδέλια |
γενική | του | πουσταρδελιού | των | πουσταρδελιών |
αιτιατική | το | πουσταρδέλι | τα | πουσταρδέλια |
κλητική | πουσταρδέλι | πουσταρδέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πουσταρδέλι < πούστης
Ουσιαστικό επεξεργασία
πουσταρδέλι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πουσταρδέλι
|