Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία 1Επεξεργασία

fag < fag end

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

fag (en)

  Ετυμολογία 2Επεξεργασία

fag < faggot < μέση αγγλική < παλαιά γαλλικά fagot ‎(δέσμη ξύλινων ράβδων) < παλαιά ιταλικά fagotto, υποκοριστικό των δημωδών λατινικών *facus, από λατινικά fascis ‎(δέσμη ξύλων)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

fag (en)