fairy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfairy (en) (πληθυντικός fairies)
- η νεράιδα
- (Βόρεια Αγγλία, ΗΠΑ, μειωτικό, καθομιλουμένη) αρσενικός ομοφυλόφιλος, ιδιαιτέρως ο θηλυπρεπής
- (παγανισμός) πνεύμα της φύσης
fairy (en) (πληθυντικός fairies)