πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θηλυπρεπής η θηλυπρεπής το θηλυπρεπές
      γενική του θηλυπρεπούς* της θηλυπρεπούς του θηλυπρεπούς
    αιτιατική τον θηλυπρεπή τη θηλυπρεπή το θηλυπρεπές
     κλητική θηλυπρεπή(ς) θηλυπρεπής θηλυπρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θηλυπρεπείς οι θηλυπρεπείς τα θηλυπρεπή
      γενική των θηλυπρεπών των θηλυπρεπών των θηλυπρεπών
    αιτιατική τους θηλυπρεπείς τις θηλυπρεπείς τα θηλυπρεπή
     κλητική θηλυπρεπείς θηλυπρεπείς θηλυπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

θηλυπρεπής, -ής, -ές

  1. χαρακτηρισμός για άντρα που φέρεται, κινείται, μιλάει με γυναικείο τρόπο
  2. χαρακτηρισμός για συμπεριφορά, κίνηση, ομιλία που μοιάζει με γυναικεία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία