↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θηλυπρεπής η θηλυπρεπής το θηλυπρεπές
      γενική του θηλυπρεπούς* της θηλυπρεπούς του θηλυπρεπούς
    αιτιατική τον θηλυπρεπή τη θηλυπρεπή το θηλυπρεπές
     κλητική θηλυπρεπή(ς) θηλυπρεπής θηλυπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θηλυπρεπείς οι θηλυπρεπείς τα θηλυπρεπή
      γενική των θηλυπρεπών των θηλυπρεπών των θηλυπρεπών
    αιτιατική τους θηλυπρεπείς τις θηλυπρεπείς τα θηλυπρεπή
     κλητική θηλυπρεπείς θηλυπρεπείς θηλυπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θηλυπρεπής < ελληνιστική κοινή θηλυπρεπής < αρχαία ελληνική θήλυς + -πρεπής

  Επίθετο

επεξεργασία

θηλυπρεπής, -ής, -ές

  1. χαρακτηρισμός για άντρα που φέρεται, κινείται, μιλάει με γυναικείο τρόπο
  2. χαρακτηρισμός για συμπεριφορά, κίνηση, ομιλία που μοιάζει με γυναικεία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία