Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανδροπρεπής η ανδροπρεπής το ανδροπρεπές
      γενική του ανδροπρεπούς* της ανδροπρεπούς του ανδροπρεπούς
    αιτιατική τον ανδροπρεπή την ανδροπρεπή το ανδροπρεπές
     κλητική ανδροπρεπή(ς) ανδροπρεπής ανδροπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανδροπρεπείς οι ανδροπρεπείς τα ανδροπρεπή
      γενική των ανδροπρεπών των ανδροπρεπών των ανδροπρεπών
    αιτιατική τους ανδροπρεπείς τις ανδροπρεπείς τα ανδροπρεπή
     κλητική ανδροπρεπείς ανδροπρεπείς ανδροπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανδροπρεπής < ανδρο- (< άνδρας) + -πρεπής

  Επίθετο επεξεργασία

ανδροπρεπής -ής -ές

  • αυτός που προσιδιάζει ή ταιριάζει στην ανδρική όψη ή, συνηθέστερα, συμπεριφορά
ανδροπρεπές ντύσιμο

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία